- Μηδοφόνος
- Μηδοφόνοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηδοφόνος — μηδοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τους Μήδους 2. (για τόπο) αυτός όπου φονεύθηκαν πολλοί Μήδοι («Μηδοφόνος Πλάταια», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] … Dictionary of Greek
μηδοφόνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνον — Μηδοφόνος masc/fem acc sg Μηδοφόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνον — Μηδοφόνος masc/fem acc sg Μηδοφόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνου — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνου — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνους — Μηδοφόνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνους — Μηδοφόνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδοφόνων — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοφόνων — Μηδοφόνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)